υπεράμερος

υπεράμερος
-ον, Α
βλ. υπερήμερος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπερήμερος — η, ο / ὑπερήμερος, ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεράμερος, ον, Α αυτός που καθυστερεί ή υπερβαίνει την προθεσμία εκπλήρωσης μιας υποχρέωσης νεοελλ. (νομ.) ο οφειλέτης ή ο δανειστής που είναι υπαίτιος υπερημερίας αρχ. 1. αυτός που υπερβαίνει τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”